ἐλήλατο

ἐλήλατο
ἐληλάδατο, ἐλήλαται, ἐλήλατο, ἐληλέατο, ἐληλέδατο: see ἐλαύνω.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐλήλατο — ἐλαύνω drive plup ind mp 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιδάλεος — α, ο (Α δαιδάλεος, α, ον και δαιδάλεος, ον) ο δουλεμένος περίτεχνα (α. «στέκουν τα πρόβατα οπού το μάτι για δαιδάλεα τα παίρνει από μακριά», Σολωμ. β. «διὰ μὲν ἄρ ζωστῆρος ἐλήλατο δαιδαλέοιο», Ιλιάδ.) αρχ. 1. (για ζώα) ποικιλόχρωμος, κατάστικτος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”